Κάποιοι κάποτε είχαν ένα τρελό όνειρο: να γενεί η Αθήνα πράσινη πόλη! Όχι σαν αυτές της Μεσευρώπης, που το πράσινό τους ξεχύνεται από παντού, αλλά –ως αντιπροσωπευτική πόλη της Μεσογείου– να τη χαρακτηρίζει η λιτή, απέριττη κι ευωδιαστή φύση της, του πεύκου, του κυπαρισσιού, της ελιάς, της δάφνης, του θυμαριού κ.ά., η οποία θα τη στολίζει χωρίς να τη «γεμίζει». Διείδαν, δε, στο πράσινο τη σωτηρία της. Αντέταξαν τη θαλερότητα στη ξηρότητά της, προσπάθησαν να δημιουργήσουν άμυνες. Ήθελαν να οχυρώσουν την πόλη, ν’ αλλάξουν τη μοίρα της, να την προστατέψουν από τους «άφρονες» και «κακούς» Έλληνες.
Το όνειρο ήταν όντως τρελό. Όμως εκείνοι τόλμησαν, έκαμαν αυτό που εμείς οι σύγχρονοι δεν τολμούμε, και με τις μικρές τους δυνάμεις έφτιαξαν πράματα σημαντικά. Ας σκεφτούμε μόνον ότι, το μεγαλύτερο μέρος τού πράσινου της Αθήνας (των λόφων και των αλσών της) που απολαμβάνουμε σήμερα, μακαρίζοντας τους δημιουργούς του –γιατί αλλιώς δε θα το είχαμε, στη θέση του θα υπήρχε τσιμέντο!–, το οφείλουμε σε κείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, οραματίστηκαν μια πόλη ανθρώπινη, που θα τη χαρακτήριζε η αττική φύση. Και να φανταστεί κανείς ότι όλα ξεκίνησαν από το μηδέν –δεν υπήρχε πράσινο στην Αθήνα! Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη, στο Δημοτικό Συμβούλιο της 29ης-12-1899: «…δεν έχει (η Αθήνα) δημόσιους κήπους και πάρκα, που είναι οι πνεύμονες των πόλεων…»
Ποιοι ήταν, λοιπόν, οι άνθρωποι που οραματίστηκαν μια Αθήνα πράσινη; Ποιοι ήταν οι πρωτοπόροι του πρασίνου της πρωτεύουσας, που δεν τους γνωρίζουμε μα το έργο τους απολαμβάνουμε; Οι δασολόγοι Παναγής Βαλσαμάκης και Κωνσταντίνος Σάμιος, ο μηχανικός Ανδρέας Κορδέλλας, τα στελέχη του διοικητικού συμβουλίου και τα μέλη της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών, οι τοτινοί δήμαρχοι Αθηνών (ο Τιμολέων Φιλήμων, ο Σπύρος Μερκούρης κ.ά.), η πριγκίπισσα Σοφία και πολλοί άλλοι, ανώνυμοι και επώνυμοι, που συμμετείχαν στη μεγαλειώδη προσπάθεια. Σε αυτούς οφείλουμε τα 3.000 περίπου στρέμματα των πάρκων και των αλσών της πόλης, που δημιουργήθηκαν έως και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, από τα 4.500 στρέμματα που υπάρχουν σήμερα.Ποιος, όμως, αναγνώρισε το έργο τους; Ποιος τους τίμησε για τη μεγάλη προσφορά τους; Αγνοημένοι, ακόμη και από την ίδια την πόλη τους, έμειναν στο περιθώριο. Μήπως θα τους έπρεπε ένα μνημείο, ως τιμή για το μεγάλο καλό που έκαμαν στην πόλη τους, να έχει το λιγοστό της πράσινο;
Αυτοί λοιπόν, άρχισαν με αποφασιστικότητα και τόλμη να φυτεύουν την πρωτεύουσα και να συγκρούονται με συμφέροντα και πολιτικές, δημιουργώντας τομές και ρήξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λόφοι του λεκανοπεδίου διεκδικούνταν ως βοσκότοποι και για λατόμευση, ενώ η δεσμευμένη ως αναδασωτέα γη στον αστικό ιστό, διεκδικούνταν για οικοπεδοποίηση. Οι εκτάσεις δε, που προορίζονταν για δενδροφύτευση, εντός ή εκτός του αστικού ιστού, θεωρούνταν ως ιδιόκτητες από πολίτες και φορείς, οι οποίοι απαγόρευαν τη φύτευσή τους (ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο χώρος όπου βρίσκεται το άλσος Συγγρού στα Ιλίσια, διεκδικούνταν από τη μονή Πετράκη, που απαγόρευε την αναδάσωση, ενώ το λόφο του Φιλοπάππου διεκδικούσε ο Αυστριακός πρόξενος Άντον Πρόκες φον Όστεν, προβάλλοντας εμπόδια στην αναδάσωσή του). Πέρα όμως από τις δυσκολίες που προαναφέρθηκαν κι έπρεπε ν’ αντιμετωπιστούν, υπήρχε κι ένα κράτος δύσπιστο, αδιάφορο και φορές εχθρικό προς το πράσινο, το οποίο βρισκόταν απέναντι κι όχι δίπλα στη μεγαλειώδη προσπάθεια. Αυτό, πνιγμένο στις ίντριγκες και τα πολιτικά πάθη, δεν αξιολογούσε θετικά την προσπάθεια και την προσπερνούσε, ενώ η αντιπαράθεση μαζί του δεν έλειπε, όταν πραγματοποιούσε έργα δημοσίου συμφέροντος, θίγοντας μάλιστα το πράσινο (το φυσικό των γύρω βουνών ή αυτό που δημιουργούνταν στην αστική ή την περιαστική περιοχή), το οποίο αποτελούσε μόνιμο θύμα για την εκτέλεση τέτοιων έργων. Χαρακτηριστικό της σημασίας που έδινε το ελληνικό κράτος στην προστασία και διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας, αποτελεί το γεγονός ότι κρατούσε τη δασική υπηρεσία υποβαθμισμένη σε ένα Τμήμα Δασών, υπαγόμενο στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, μην παρέχοντας σε αυτήν αρμοδιότητες εκτέλεσης έργων αναδάσωσης κι εξωραϊσμού εκτάσεων εντός του αστικού ιστού!
Σημείωνε ο έγκριτος δασολόγος και βουλευτής Αναστάσιος Στεφάνου, για εκείνα τα δύσκολα –αλλά, παραταύτα, δημιουργικά– χρόνια: «Τον Νοέμβριον του 1916 ο υποφαινόμενος –νεοδιορισμένος τότε δασολόγος εις το Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας- επέβλεπεν εις την τοποθέτησιν ακιδωτού συρματοπλέγματος ανάντι της δεξιάς όχθης του χειμάρρου Ιλισού και εν συνεχεία επί της δεξιάς πλευράς της οδού Μεσογείων μέχρι των παρυφών του μικρού τότε συνοικισμού Αγίας Παρασκευής και της θέσεως Σταυρός. Ολόκληρος ο πρανής τότε χώρος μέχρι των προπόδων του Υμηττού, όπου σήμερον οι οικισμοί Παγκράτι, Βύρων, Καισαριανή, Ζωγράφου, Παπάγου κ.λπ. είχεν κηρυχθεί αναδασωτέος, διότι επ’ αυτού επρόκειτο να δημιουργηθεί το μέγα άλσος των Αθηνών. Η αναδάσωσις μάλιστα είχεν αρχίσει από του έτους 1900 και μέγα μέρος του χώρου είχεν αναδασωθεί. Ο πληθυσμός τότε των Αθηνών μόλις ήγγιζε τας 260.000 κατοίκων» (Στεφάνου Αν., «Το πράσινον του λεκανοπεδίου Αθηνών», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1968, σελ. 3-4).
Ο σκοπός εν προκειμένω –σύμφωνα και με τα λόγια του Στεφάνου–, ήταν να συγκροτηθεί στα πόδια του Υμηττού ένα τεράστιο άλσος – πάρκο, που θα ξεκινούσε από τον Βύρωνα και θα έφτανε έως την Αγία Παρασκευή! Το πράσινο της Αθήνας όμως, δεν ήταν ζήτημα απλό. και τούτο το γνώριζαν καλά οι δημιουργοί του. Γι’ αυτό και ο σχεδιασμός είχε γενικότερη θεώρηση. Τι επιδιώκονταν λοιπόν; Να «φυλακιστεί» η πρωτεύουσα στο πράσινό της! Το μέγα άλσος των Αθηνών, που προαναφέραμε, στ’ ανατολικά του λεκανοπεδίου, του οποίου η έκταση θα έφτανε τα 20.000 στρέμματα περίπου (μαζί με τα φυσικά δάση του Μαρουσιού και της Αγ. Παρασκευής), θ’ ανάγκαζε τα ρεύματα αέρα του Υμηττού να διέρχονται από αυτό και φιλτραρισμένα, οξυγονωμένα και δροσερά να φτάνουν στον αστικό ιστό. Ο Ελαιώνας στα δυτικά, που εκτείνονταν σε έκταση 9.000 στρεμμάτων περίπου, θα είχε ανάλογη αποστολή, στην οποία συνυπολογιζόταν και η απόσβεση των ρεμάτων του Αιγάλεω και του Ποικίλου όρους, που εκτόνωναν έτσι τη δράση τους –η διατήρηση ως ακεραίου του Ελαιώνα, ήταν κάτι το αυτονόητο για κείνους τους δημιουργούς. Στα βόρεια, η «εξασφάλιση» της Αθήνας θα επιτυγχάνονταν με τη δημιουργία ενός άλλου μεγάλου χώρου πρασίνου, του βορείου άλσους των Αθηνών. Για την επίτευξη του σκοπού τούτου, είχε κηρυχθεί ως αναδασωτέα μια μεγάλη έκταση εμβαδού 3.000 στρεμμάτων περίπου, από τη Νέα Φιλαδέλφεια έως τον Πύργο της Βασιλίσσης, η οποία είχε αρχίσει να φυτεύεται. ΤοΆλσος της Νέας Φιλαδελφείας, που δενδροφυτεύτηκε για πρώτη φορά το έτος 1914, είναι ότι σήμερα έχει απομείνει από κείνη την προσπάθεια. Η δε Πειραϊκή χερσόνησος και μεγάλο μέρος της παραλιακής ζώνης της Αττικής (από το ύψος του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας έως τη Βουλιαγμένη), εμβαδού 15.000 στρεμμάτων περίπου, είχε κηρυχθεί ως αναδασωτέα για τη δημιουργία πράσινου μετώπου προς τη θάλασσα.
Εντός του αστικού ιστού, πέρα από τη δενδροφύτευση των λόφων της πόλης (του Λυκαβηττού, του Στρέφη, της Καστέλας, του Φιλοπάππου, της Πνύκας, του Κολωνού κ.ά.), που είχαν κηρυχθεί ως αναδασωτέοι, προγραμματίστηκε και η φύτευση επιλεγμένων εκτάσεων, οι οποίες, επίσης κηρύχθηκαν ως αναδασωτέες, για τη δημιουργία πράσινων οάσεων στην πόλη (αναφέρεται, π.χ., έκταση εμβαδού 46 στρεμμάτων στα Πετράλωνα, έκταση εμβαδού 20 στρεμμάτων στο Παλαιό Φάληρο, έκταση εμβαδού 15 στρεμμάτων στο Θησείο κ.ά.) Σε αυτά συνυπολογιζόταν και οι κήποι της πόλης (της Ομόνοιας, της Ελευθερίας, του Θησείου κ.ά. –σημειώνεται ότι τότε οι πλατείες είχαν τη μορφή κήπων!), καθώς και ο μέγας Βασιλικός (ακόμη) κήπος. Κήποι τότε ήταν και οι αυλές των σπιτιών, που αποτελούσαν μια άλλην ιδιαίτερη μορφή πρασίνου, η οποία, πολύ υπολογιζόταν από τους διαμορφωτές του πρασίνου της Αθήνας. Το δε πράσινο των ρεμάτων του λεκανοπεδίου (του Κηφισού, του Ιλισού, του Ηριδανού, του Ποδονίφτη κ.ά.), θα συμπλήρωνε το υπάρχον ή το προγραμματισμένο να δημιουργηθεί (η διατήρηση των ρεμάτων ήταν προϋπόθεση στον προγραμματισμό που γινόταν, καθώς αυτά είχαν ρόλο σημαντικό/λειτουργικό στο οικοσύστημα της πόλης). Σημειώνουμε ότι το πράσινο των ρεμάτων, ήταν αξιόλογο και ιδιαίτερα σημαντικό. Η μαρτυρία του δασκάλου Αντωνίου Αντωνάκου, που αναφέρεται στο έτος 1927, είναι χαρακτηριστική: «…μιλήσαμε (με τους μαθητές) για το δάσος κάτω από τα πυκνά πεύκα και τα ψηλά πλατάνια του δάσους στο ρέμα της Χελιδονούς…» (Αντωνάκου Αντ., «Δυόμισι χρόνια δάσκαλος στο Μαρούσι», εκδοτικός οίκος «Αθήνα» Α. Ι. Ράλλη, Αθήνα 1929, σελ. 15). Προγραμματίστηκε επίσης η δημιουργία πυκνών και σκιερών δενδροστοιχιών σε όλους τους αθηναϊκούς δρόμους –η επιδίωξη ήταν στις λεωφόρους να είναι διπλές (σε δύο παράλληλες σειρές). Τέλος, η προστασία του πράσινου των ορεινών όγκων του λεκανοπεδίου, είχε τεθεί σε πρώτη προτεραιότητα, ενώ υπήρχε και προγραμματισμός αναδάσωσης των γυμνότερων από αυτούς (του Υμηττού και του Ποικίλου όρους).
Με όλα τα παραπάνω, οι οραματιστές του πρασίνου των Αθηνών απέβλεπαν –εκτός των άλλων ωφελειών– στη βελτίωση του κλίματος της πόλης, δημιουργώντας διαδρόμους καθαρού, δροσερού αέρα προς το εσωτερικό της. Ενός αέρα που θα διέρχονταν από το περιαστικό πράσινό της και στη συνέχεια θα διοχετεύονταν προς αυτήν διά των ρεμάτων της και των διόδων πρασίνου που θα συγκροτούνταν (των κατάφυτων δρόμων, των αλσών και των πάρκων – κήπων του αστικού ιστού), αναζωογονώντας την και ανανεώνοντάς την. Η επιδίωξη ήταν να υπάρχει διασύνδεση όλων των μορφών πρασίνου της πόλης. Απέβλεπαν, επίσης, στο να κάμουν αισθητικά ομορφότερη την πρωτεύουσα, της οποίας ο χαρακτήρας του νεοκλασικού που της προσδόθηκε, απαιτούσε τη παρουσία του λιτού αττικού πρασίνου, που της έλειπε. Για να συνειδητοποιήσουμε πόσο μεγάλη ήταν η προσπάθεια που ξεκίνησε, αρκεί ν’ αναλογιστούμε ότι καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη, ακόμη και της Μεσευρώπης, δε θα είχε το μέγεθος των αλσών-πάρκων που προγραμματιζόταν, ούτε τη χωροταξική οργάνωση του σχεδιαζόμενου αθηναϊκού πρασίνου.
Όλα όμως κείνα τα ωραία, έμειναν δυστυχώς όνειρα, αφού στην πράξη, μόνο κατά μικρό μέρος τους υλοποιήθηκαν. Η οικτρή πραγματικότητα απόδιωξε τις ωραίες σκέψεις και προσγείωσε τους δημιουργούς που επεδίωκαν να φτάσουν στο όνειρο. Πέρα από τη δάσωση των λόφων της πρωτεύουσας, όλος ο υπόλοιπος σχεδιασμός αναιρέθηκε-ανατράπηκε. Το μέγα άλσος των Αθηνών, είναι σήμερα τσιμέντο και άσφαλτος –μόνον το Άλσος Συγγρού στα Ιλίσια και το Άλσος Παγκρατίου, έμειναν για να μας το θυμίζουν, ενώ οι αρχικά αναδασωθείσες εκτάσεις του μέγα άλσους στις παρυφές του Υμηττού, διατέθηκαν για τη δημιουργία της Πανεπιστημιούπολης και της Πολυτεχνιούπολης στου Ζωγράφου, καθώς και για οικιστική αξιοποίηση. Από το βόρειο άλσος των Αθηνών, σήμερα απέμεινε ως έκταση πρασίνου μόνον το Άλσος της Νέας Φιλαδελφείας, ενώ ο Ελαιώνας δεν υπάρχει πια. Η Πειραïκή χερσόνησος έπαψε να υφίσταται ως αναδασωτέα, όπως και η παραλιακή ζώνη της Αττικής –οι χρήσεις που αναπτύχθηκαν εκεί, είναι δηλωτικές του προορισμού τους. Οι αναδασωτέες εκτάσεις εντός του αστικού ιστού «φυτεύτηκαν» με πολυκατοικίες (sic), οι δε πλατείες της πόλης (όσες δεν άλλαξαν χρήση…), που παλαιά είχαν τη μορφή κήπων, έγιναν πλατείες με την κυριολεκτική τους σημασία! –δηλαδή πλακοστρωμένες γυμνές κι ανοίκειες εκτάσεις, κάτι σαν «έρημοι» [δέστε την πλατεία Ομονοίας, δέστε την πλατεία Εθνικής Αντίστασης (Κοτζιά τη λέγουν, από το όνομα του καταστροφέα της!) κ.ά.] Μα και οι χώροι πρασίνου που δημιουργήθηκαν στον αστικό ιστό, γνωρίζουν την απαξίωση, την υποβάθμιση και την καταστροφή (το πάρκο Ελευθερίας κατατρώγεται από το Μέγαρο Μουσικής, μεγάλο μέρος από το πάρκο Ριζάρη έγινε σταθμός του Μετρό κ.ά.) Τα ποτάμια, δε, των Αθηνών, που αποτελούσαν τους «αεραγωγούς» της πόλης, τα εξαφάνισε ο νεοέλληνας, καλύπτοντάς τα με τα έργα του πολιτισμού του (είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κηφισός και ο Ιλισός, θεωρούνται επίσημα υπόνομοι!)
Πώς το κακό έγινε; Γιατί το όνειρο εσβήσθη;
Η ανατροπή επήλθε με τον ερχομό των 125.000 Μικρασιατών προσφύγων στην περιοχή της περιφέρειας πρωτευούσης, μετά τον ξεριζωμό του ’22. Αυτοί, κατά κύριο λόγο εγκαταστάθηκαν σε δασικά, αναδασωτέα και χορτολιβαδικά εδάφη, ανατρέποντας τον υφιστάμενο αναδασωτικό σχεδιασμό. Οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Σμύρνης, της Νέας Ιωνίας, της Νέας Φιλαδέλφειας, της Νίκαιας, της Καστέλας κ.ά., δημιουργήθηκαν σε αναδασωτέες εκτάσεις. Ενώ, αντίστοιχα εδάφη στα προάστια, διατέθηκαν για τη γεωργική αποκατάσταση των προσφύγων (τα οποία εδάφη, στη συνέχεια μετατράπηκαν σε οικόπεδα –βλέπε τις περιπτώσεις της Βάρης, της Βούλας κ.ά.) Πού έγνοια, συνεπώς, για τη διαφύλαξη των δασικών εδαφών προκειμένου ν’ αναδασωθούν; Πού μυαλό για τη δημιουργία του μέγα άλσους ή του βορείου άλσους των Αθηνών; Πού λόγος για την προστασία των ρεμάτων του λεκανοπεδίου; Τα εδάφη αυτά διατέθηκαν, χωρίς πολύ σκέψη, για την εξυπηρέτηση των εξαθλιωμένων και απονενοημένων συμπατριωτών μας, οι οποίοι γύρεψαν στη μητέρα Ελλάδα τη σωτηρία. Όμως, μήπως όλα τούτα γίνηκαν βιαστικά και λαθεμένα; Μήπως η καταστροφή ήταν αναίτια; Ή μήπως έγιναν εσκεμμένα εξυπηρετώντας συμφέροντα; Δε θα μπορούσε άραγε ν’ αποφευχθεί η απώλεια των τόσο σημαντικών αυτών εδαφών, αν υπήρχε πρόβλεψη εγκατάστασης των προσφυγών σε άλλα εδάφη, εκτός της Αττικής, που ήταν διαθέσιμα για την αποκατάστασή τους, πιο πρόσφορα και κατάλληλα για τον επιδιωκόμενο σκοπό; Γιατί τόσος μεγάλος αριθμός προσφύγων στην πυκνοκατοικημένη –ήδη, από τότε– περιοχή του λεκανοπεδίου της Αττικής; Πολλοί διέκριναν λόγο στη σπουδή που επιδείχθηκε. Για παράδειγμα, ο Γάλλος Guy Burgel, καθηγητής της αστικής γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο Paris X–Nanterre, μίλησε για τακτική του Βενιζέλου, προκειμένου ν’ αποτελέσουν οι πρόσφυγες τους πραιτοριανούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας (βλέπε σχετικά: Guy Burgel, «Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1978).
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πορεία ήταν τραγική για την αττική φύση και για την πόλη των Αθηνών. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί δημιούργησαν συνοικισμούς σε δασικά κι αναδασωτέα εδάφη (βλέπε τις περιπτώσεις του Παπάγου, της Αργυρούπολης, της Γλυφάδας κ.ά.) Κηπουπόλεις, δε, αναπτύχθηκαν στις λιγοστές δασικές εκτάσεις του λεκανοπεδίου (στο μεγαλύτερο μέρος του Ψυχικού, στον «αναδασωτέο» Χολαργό, στην Εκάλη, στη Νέα Κηφισιά κ.ά.) Ενώ, αυθαιρεσιούχοι εγκαταστάθηκαν σε δασικά, αναδασωτέα και χορτολιβαδικά εδάφη, με το κράτος θεατή και –στο τέλος– επικυρωτή της παρανομίας (η Λαμπρινή, λ.χ., ήταν συνοικισμός αυθαιρέτων). Λόφοι ή βουνά εξαφανίστηκαν (ο λόφος της Σικελίας εχάθη, τα Τουρκοβούνια –κατά ένα μέρος τους– οικοδομήθηκαν κ.ά.) και ρέματα χάθηκαν (ο Κηφισός, ο Ιλισός, ο Ηριδανός κ.ά., δεν υπάρχουν πια). Το δε κράτος, σχεδίαζε κάθε φορά την πόλη, σε βάρος του πρασίνου –το Μαρούσι, η Αγία Παρασκευή, το Χαλάνδρι, το Νέο Ψυχικό κ.ά., ήταν συνοικισμοί που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δημιουργήθηκαν επί δασικών εδαφών. Παράλληλα, το περιαστικό πράσινο της πρωτεύουσας, όλο και λιγόστευε (το Αιγάλεω άρχισε να χάνει τα άλλοτε θαλερά δάση του, ο Κορυδαλλός επίσης, οι υπώρειες της Πεντέλης σταδιακά οικοδομούνταν, ο Υμηττός αποψιλώνονταν κ.ά.) Ενώ ο τραγικός Ελαιώνας, εξαφανίστηκε κάτω από το μπετόν και τις πολυποίκιλες χρήσεις που αναπτύχθηκαν εκεί. Υπολογίζεται, ότι κατά την περίοδο 1900-1926, λόγω της άκρατης οικοδομικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στην Αττική, με τη δημιουργία προσφυγικών ή μη οικισμών, το πράσινό της μειώθηκε από 75% σε 37%! (Τούντα, 1998). Η Αθήνα έτσι, σταδιακά μετέπιπτε στην αθλιότητά της, την οποία εμείς, ως μοιραίοι καλούμαστε να υποστούμε.
Ο Δασολόγος Αναστασίου Στεφάνου, αναφέρει την εξής περίπτωση, χαρακτηριστική του τρόπου που αντιμετωπιζόταν το πράσινο κατά το Μεσοπόλεμο: «Το 1932 εις οικοδομικός συνεταιρισμός, αποτελούμενος από συνταξιούχους ανωτέρους αξιωματικούς, ναυάρχους, δημοσίους υπαλλήλους και πρώην υπουργούς, ηγόρασεν παρά του ΟΔΕΠ έκτασιν εις θέσιν Άγιος Ιωάννης Καρέας μεγέθους 422 στρεμμάτων… (…) Την έκτασιν αυτήν κατέλαβε αμέσως δυναμικά, περιέφραξε και διένειμε ανά 10 στρέμματα εις έκαστον συνέταιρον. (…) Η εν λόγω έκτασις είχε κηρυχθεί αναδασωτέα, διά του β. Διατάγματος της 22ας Ιουλίου 1917 και είχεν αναδασωθεί διά φυτών πεύκης και κυπαρίσσου. Τα φυτά επί της εκτάσεως είχον μέσην ηλικίαν 10 ετών και μέσον ύψος 3-5 μέτρων. (…) Η δασική υπηρεσία εις την ανωτέρω περίπτωσιν του Καρέως, προέβη εις το ένδικον μέσον της διοικητικής αποβολής του συνεταιρισμού, πλην όμως τα επακολουθήσαντα προσωρινά μέτρα εις α τα δικαιώματα του δημοσίου υπεστήριξαν επί τόπου ανώτεροι υπάλληλοι του Υπουργείου Γεωργίας με επικεφαλής τον νομικόν αυτού σύμβουλον και αι επακολουθήσασαι δικαστικαί αποφάσεις απέβησαν κατά του δημοσίου» (Στεφάνου Αν., «Το πράσινον του λεκανοπεδίου Αθηνών», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1968, σελ. 14).
Κατά την περίοδο της Κατοχής, το πράσινο του λεκανοπεδίου και των γύρω βουνών του, υπέστη ανεπανόρθωτη καταστροφή. Το ζήτημα της επιβίωσης των Αθηναίων στα δύσκολα εκείνα χρόνια, ήταν πρωταρχικό και μπροστά στην υπέρτατη τούτη ανάγκη, η αττική φύση δεν υπολογίστηκε. Οι απολήψεις καυσοξύλων από τα δάση της Αττικής, καθώς κι από τα άλση και τα πάρκα της Αθήνας, κατά τους κρύους, σκληρούς κατοχικούς χειμώνες, ήταν μεγάλες και βοήθησαν τους δεινοπαθούντες κατοίκους της πόλης ν’ αντεπεξέλθουν. Τα δε δασικά εδάφη, αποψιλώνονταν και καλλιεργούνταν, μεταπίπτοντας στη συνέχεια σε καθεστώς ιδιότυπης ιδιοποίησης. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1950, κατά την περίοδο της Κατοχής καταστράφηκε το 75% των δασών της Αττικής! Λέγει για την περίοδο εκείνη, πάλι ο Αναστάσιος Στεφάνου: «Τότε δεν έμεινε τίποτε όρθιον. Και αυταί αι ρίζαι των χαμαιζήλων πρίνων του Υμηττού και τα κουκουνάρια των πεύκων και αυτά απετέλεσαν πολύτιμον εμπορεύσιμον υλικόν διά θέρμανσιν, οικιακάς χρήσεις και κίνησιν των γκαζοζέν. Οι δρόμοι, εις μήκος πολλών χιλιομέτρων ήσαν κατάμεστοι από κάρα, σούστες, υποζύγια, καροτσάκια και ζαλίκες, που μετέφεραν εις την πόλιν των Αθηνών το πάσης φύσεως καύσιμον υλικόν» (Στεφάνου Αν., «Το πράσινον του λεκανοπεδίου Αθηνών», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1968, σελ. 11).
Χαρακτηριστική της κατάστασης που επικρατούσε, είναι η αναφορά με ημερομηνία 7-7-1941, του Γενικού Δ/ντή Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Αντωνίου Χριστοδουλόπουλου: «Χθες Κυριακήν, μετέβην εις το δημόσιον δάσος Καισαριανής, όπερ ως γνωστόν, είναι εν εκ των ωραιοτέρων ιστορικών τοπίων της αθηναϊκής περιοχής και είναι κατά το μέγα μέρος έργον τεχνητής αναδασώσεως. Πέριξ της ιστορικής μονής Καισαριανής, εκατοντάδες ελαιών, μεγάλης ηλικίας, συνίστων γραφικόν, εν μέσω πεύκων, ελαιώνα, εν ω περί την πλατείαν αυτής αιωνόβιοι πρίνοι και πλάτανοι προσέδιδον ένα ακόμη υποβλητικόν τόνον εις το κάλλος του τοπίου. Εξ όλων τούτων των έργων της φύσεως δεν υφίσταται σήμερον ουδέν. Όλα τα δένδρα ταύτα υλοτομήθησαν υπό των επιδραμόντων κυμάτων των ανέργων διά παντός μέσου και οργάνου. (…) Ολίγαι ακόμη ημέραι και η εξαφάνισις του δάσους της Καισαριανής θα έχει συντελεσθεί πλήρως. Όμοιαι καταστροφαί συντελούνται εις όλα τα πέριξ των Αθηνών δάση, ως του Δαφνίου, Σκαραμαγκά, Χαϊδαρίου, Μαγκουφάνας, Πεντέλης, Πάρνηθος κ.λπ.» Ο ίδιος, το έτος 1952 συνοψίζει για εκείνη την καταστροφή: «Κατά το διάστημα της Κατοχής, εις τας Αθήνας, τον Πειραιά και τα περίχωρα, κατηναλώθησαν 1.200.000.000 οκάδες καυσοξύλων, τα οποία προήλθον από τη θυσίαν 450.000 στρεμμάτων δασών της Αττικής και της Μεγαρίδος, ήτοι τα 68% της όλης εκτάσεως και ούτω επετεύχθη η επιβίωσις, όσον εξαρτάται τουλάχιστον από την καύσιμον ύλην, του εξ ενός και ημίσεως εκατομμυρίου, πληθυσμού των» (Χριστοδουλόπουλου Αντ., «Η δυνατότης αυξήσεως της δασικής παραγωγής και η επίδρασις αυτής επί του εθνικού εισοδήματος», περιοδ. «Το δάσος», τεύχος 18ο, α΄ τρίμηνο 1952, σελ. 9).
Κατά την περίοδο της Κατοχής, καθοριστικό ρόλο στην «εξαφάνιση» του πράσινου από το λεκανοπέδιο της Αττικής, έπαιξε και ο –ορισμένος από τους κατακτητές– Ιταλός (λοχαγός) δασάρχης Αττικής, Γκιουζέππε Μελόκι. Με τις ευλογίες του ή με την προτροπή του, δασικά εδάφη στην Αττική αποψιλώθηκαν κι αποδόθηκαν σε άλλες χρήσεις («αξιοποιούμενα» ως οικόπεδα ή χωράφια), τα οποία στη συνέχεια, στα πλαίσια του μαυραγοριτισμού που επικρατούσε, αποτέλεσαν προϊόν συναλλαγής και κερδοσκοπίας, ενώ και τεράστιες ποσότητες αττικής ξυλείας εξήχθησαν προς τη Γερμανία και την Ιταλία, για την κάλυψη άμεσων αναγκών τους. Από το ελληνικό κράτος ζητήθηκε να εκδοθεί ο Μελόκι για να δικαστεί από ελληνικό δικαστήριο, κάτι που δεν έγινε. Εάν τούτο συνέβαινε, ο Μελόκι θα ήταν ο πρώτος στα παγκόσμια χρονικά, που θα δικάζονταν για εγκλήματα κατά της φύσης, και δη της ελληνικής (αττικής).
Κάτι επίσης που ίσχυε σε σχέση με το πράσινο του λεκανοπεδίου, το οποίο –δυστυχώς– λίγο υπολογίστηκε, ήταν το γεγονός ότι τα δασικά εδάφη ολόκληρου του λεκανοπεδίου και μεγάλο μέρος των γύρω ορεινών του όγκων, προστατεύονταν ως αναδασωτέα από το έτος 1934 με την αριθ. 108424/13-9-1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας –η απόφαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει, όμως το πράσινο του λεκανοπεδίου συνεχώς λιγοστεύει! Η συνολική προστατευόμενη ως αναδασωτέα περιοχή, ανέρχεται σε 154.000 στρέμματα. Διάφορες όμως χρήσεις αναπτύχθηκαν στα συγκεκριμένα αναδασωτέα εδάφη, χρήσεις που άλλαξαν τον προορισμό τους κι εξαφάνισαν κάθε δυνατότητα για τη δημιουργία πρασίνου σε αυτά.
Ήλθαν κατόπιν οι καιροί της ανοικοδόμησης (λόγω του πολέμου), της αντιπαροχής, της «αξιοποίησης», της κακοποίησης και της σάρωσης. Η προστασία του υπάρχοντος πρασίνου ή η δημιουργία νέου στο λεκανοπέδιο, αποτέλεσε ουτοπία –μιαν άσκοπη πολυτέλεια!–, αφού τα δασικά εδάφη επιζητούνταν μετ’ επιτάσεως για οικοπεδοποίηση. Τότε, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, και στην πρώτη τετραετία του ’70, επανεμφανίστηκαν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι, χωρίς αιδώ, σκέπασαν την αττική γη με το τσιμέντο τους, ακόμη και στις ανέλπιστες για οικοπεδοποίηση γωνιές της. Το δε κράτος, πολύ λίγο υπολόγισε το λιγοστό πράσινο που απέμεινε στο λεκανοπέδιο, παραδίδοντάς το στους αιχμηρούς όνυχες των εργολάβων, ενώ, κατά τον πολεοδομικό σχεδιασμό που υλοποιούνταν, η πρόβλεψη για πράσινο ήταν εξαιρετικά μικρή έως ανύπαρκτη. Δεν υπήρχε πολιτική, δεν υπήρχε όραμα, υπήρχαν συμφέροντα και κερδοσκοπία. Έτσι κατορθώθηκε −αλί−, από τα χρόνια του Μεσοπολέμου μέχρι σήμερα, να έχουν προστεθούν στην κατακαημένη Αθήνα μόνον 1.500 στρέμματα πρασίνου, που αποτελούν τη μισή σχεδόν έκταση από αυτή που μας παρέδωσαν οι οραματιστές, οι πρωτοπόροι του πρασίνου, οι άξιοι κείνοι δημιουργοί, σε μόλις δύο δεκαετίες! Ταυτόχρονα όμως, χάθηκαν σημαντικότατες εκτάσεις πρασίνου (κοινόχρηστες και ιδιωτικές), οι οποίες γίνηκαν θυσία στο βωμό της οικοδόμησης και της αξιοποίησης. ενώ θα μπορούσαν να δεσμευτούν για ν’ αποτελέσουν την ελπίδα της πόλης (η Καλλιθέα έχασε σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος των πολλών πλατειών που αρχικά είχε, οι κηπουπόλεις των Αθηνών αντικατέστησαν το πράσινό τους με τσιμέντο, ενώ δάση, όπως το κτήμα Καραπάνου στη Γλυφάδα ή το μέγα δάσος του Υμηττού –το οποίο στο πρώτο σχέδιο πόλης της Ηλιούπολης ήταν αποτυπωμένο–, οικοπεδοποιήθηκαν και εντάχθηκαν σε σχέδιο πόλης –ως Τράχωνες και Άνω Ηλιούπολη, αντίστοιχα).
Το κακό των χρόνων της καταστροφής, γίνεται φανερό στ’ αναφερόμενα στην παρακάτω επιστολή-διαμαρτυρία του Εξωραϊστικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Άνω Χολαργού, με ημερομηνία 1-3-1974, προς τη χουντική κυβέρνηση, όταν αυτή με διάταγμα, απέδωσε μεγάλο μέρος αναδασωτέας έκτασης που εκτεινόταν από το Γουδή μέχρι τον Δημόκριτο, και αποτελούσε εναπομείναν τμήμα του μέγα άλσους των Αθηνών, στον οικοδομικό συνεταιρισμό αξιωματικών με την επωνυμία ΑΟΟΑ, για να δομηθεί!!! Σημειωνόταν τότε: «Οι κάτοικοι της περιοχής Άνω Χολαργού, μέλη του ημετέρου συλλόγου, ζητούν την προστασίαν του πρασίνου του Υμηττού, διά της διατηρήσεως του επί των δυτικών υπωρειών του βουνού, εις την ενδοχώραν του Χολαργού, υφισταμένου πευκοδάσους, πνεύμονος ολοκλήρου του λεκανοπεδίου των Αθηνών, του οποίου επίκειται η οικοπεδοποίησις, κατόπιν της δημοσιεύσεως του αριθ. 303/1974 Ν.Δ. Σας λέγουμε ότι δεν πρόκειται περί ακαλύπτου αναδασωτέας περιοχής, αλλά περί του από 55ετίας περίπου πευκοφυτεμένου πρανούς του Υμηττού, η καταστροφή του οποίου, διά της ανεγέρσεως κατοικιών, σημαίνει αποκοπήν του πνεύμονος διά τε τον Χολαργόν, αλλά δι’ αυτήν ταύτην την πόλιν των Αθηνών…»
Σήμερα, το πράσινο της Αθήνας γνωρίζει μια νέου τύπου απαξίωση. Εδάφη του λεκανοπεδίου οπού αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί, διατίθενται για άλλες χρήσεις, «αξιοποιούμενα» (βλέπε την περίπτωση της δημιουργίας αμαξοστασίου του Μετρό στα Σεπόλια, σε έκταση 169 στρεμμάτων, που διεκδικούνταν επί χρόνια από τους κατοίκους της φτωχότατης σε πράσινο συνοικίας των Σεπολίων για τη δημιουργία πάρκου-άλσους, ή της περίπτωσης της έκτασης Θων στους Αμπελοκήπους, επί της οποίας κατασκευάστηκε κτίριο γραφείων, παρά το γεγονός ότι προοριζόταν για αστικό πράσινο), ενώ και το υπάρχον πράσινο καταστρέφεται, για να υπάρξει «αξιοποίηση» των εδαφών που καταλαμβάνει (βλέπε την περίπτωση απόδοσης σημαντικού μέρους τουΠάρκου Ελευθερίας στο Μέγαρο Μουσικής, βλέπε τις περιπτώσεις καταστροφής πάρκων και αλσών της πόλης για να δημιουργηθούν σταθμοί του Μετρό, αθλητικοί χώροι, δημόσια ή δημοτικά κτίρια κ.ά.) Οι δε προορισμένοι ως χώροι πράσινου στον αστικό ιστό, και θεσμοθετημένοι για το σκοπό αυτό, όχι μόνο δεν φυτεύονται, αλλά αποδίδονται σε έτερες (εχθρικές προς το πράσινο!) χρήσεις. Το πάρκο Γουδή για παράδειγμα, που από το έτος 1977 είναι θεσμοθετημένο ως χώρος πρασίνου, σε έκταση εμβαδού 965 στρεμμάτων, ουδέποτε δημιουργήθηκε (μόνον σε «ασκήσεις επί χάρτου» το βλέπουμε) και σήμερα –σταδιακά και μεθοδικά– αποδίδεται η έκτασή του σε διάφορες χρήσεις (εκεί δημιουργήθηκε το γήπεδο μπάντμιγκτον, που ξεκίνησε ως λυόμενη-προσωρινή κατασκευή για τους ολυμπιακούς αγώνες και σήμερα λειτουργεί ως μόνιμος χώρος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων). Ενώ, το περίφημο πάρκο στο Ελληνικό (στο χώρο του πρώην αεροδρομίου), σε έκταση περίπου 4.000 στρεμμάτων, προορίζεται για οικοδόμηση (έγραφα προφητικά, ήδη από το 2007 ότι, η τύχη του προορισμένου πάρκου εκεί με ανησυχεί –πολύ φοβούμαι ότι εάν ποτέ δημιουργηθεί, θ’ αποτελέσει χώρο πολλαπλών κι ετερόκλητων χρήσεων, οπού το πράσινο θα υστερεί, συνοδεύοντας τις αλλότριες χρήσεις που θα κυριαρχούν και θα επιβάλλονται).
Έτσι καταλήξαμε, η Αθήνα να είναι η φτωχότερη πρωτεύουσα της Ευρώπης –και μία από τις φτωχότερες πόλεις του προηγμένου κόσμου– σε αστικό πράσινο (σήμερα αναλογούν περίπου 2 τ.μ. πρασίνου σε κάθε κάτοικό της!), τη στιγμή που θα μπορούσε να ήταν πρότυπο πόλης στον τομέα αυτόν. Οι δυνατότητες, οι προϋποθέσεις και οι προοπτικές υπήρχαν. Θέληση δεν υπήρχε, όραμα για την πόλη, γι’ αυτό και φτάσαμε στο έσχατο.
Δε φαίνεται όμως να συνειδητοποιήθηκε η αθλιότητά μας. Συνεχίζουμε, ως μοιραίοι, να καταστρέφουμε το πράσινο που απέμεινε και στεκόμαστε ξένοι και παγεροί στη δημιουργία!..
Αντώνης Β. Καπετάνιος -Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος